Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πλεονεξίαι ψυχῆς

См. также в других словарях:

  • πλεονεξία — η, ΝΜΑ [πλεονεκτώ] η ιδιότητα τού πλεονέκτη, η τάση να αποκτήσει κανείς κάτι που δεν τό δικαιούται (α. «πάντων δ αὐτῶν αἴτιον ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν», Θουκ. β. «ὁρᾱτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. κέρδος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»